- ἱκετεύῃς
- ἱκετεύωapproach as a suppliantpres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαλινδούμαι — έομαι, Α κυλιέμαι, πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου, προσπίπτω («προκαλινδουμένη τῶν ποδῶν ἱκετεύης», Αρισταιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καλινδοῦμαι «κυλιέμαι»] … Dictionary of Greek